Για χρόνια στέκονται στο πλευρό των άρρωστων συγγενών ή φίλων. Φροντίζουν για τα χάπια τους, την προσωπική υγιεινή τους, τις επισκέψεις στους γιατρούς. Παρακολουθούν τις υποτροπές και τις βελτιώσεις στην υγεία τους και καταγράφουν με ευλάβεια κάθε μικρή ή μεγάλη αλλαγή που μπορεί να παρατηρήσουν. Ορισμένοι έχουν καταφέρει να διατηρήσουν αλώβητη την προσωπική και επαγγελματική τους ζωή, ωστόσο κάποιοι άλλοι έχουν δει την εργασία τους, τις κοινωνικές τους σχέσεις, την ψυχική αλλά και σωματική υγεία τους να βουλιάζουν υπό το βάρος των ευθυνών.
Επιπτώσεις
«Το έργο που αναλαμβάνουν αυτά τα άτομα είναι πολύ δύσκολο. Η φροντίδα για τον πάσχοντα αποτελεί ένα έργο που ορισμένοι επιτελούν μόνοι τους 24 ώρες την ημέρα, επτά ημέρες την εβδομάδα, δώδεκα μήνες τον χρόνο, χωρίς ανάπαυλα. Είναι λογικό λοιπόν σε κάποιες περιπτώσεις να συσσωρεύονται σημαντικές επιπτώσεις στη ζωή τους. Έχει παρατηρηθεί, για παράδειγμα, η επιβάρυνση της σωματικής και ψυχικής υγείας τους και η εμφάνιση πληθώρας παθήσεων, όπως κατάθλιψη, άγχος, διαταραχή πανικού, αγοραφοβία, τάσεις αυτοκτονίας, ακόμη και καρκίνος, καρδιακά και αυτοάνοσα νοσήματα» αναφέρει.
Σύμφωνα με την ίδια, οι επιπτώσεις μπορεί να είναι ιδιαίτερα σημαντικές και στην οικονομική και επαγγελματική ζωή των φροντιστών. «Το οικονομικό φορτίο σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να είναι δυσβάσταχτο, οδηγώντας τον φροντιστή στην ανέχεια. Η δε επαγγελματική ζωή και η σταδιοδρομία επηρεάζονται ιδιαίτερα αρνητικά, αφού δεν υπάρχουν χρόνος, χρήμα και σθένος για να επενδύσει ο φροντιστής στον εργασιακό στίβο. Η δε κατανόηση των εργοδοτών για τις αναγκαίες συχνές απουσίες του εργαζόμενου εξαντλείται σύντομα, με συνέπεια ορισμένες φορές να οδηγούνται στην ανεργία» συμπληρώνει.
Όμηροι της σιωπής
Το αποτέλεσμα είναι, όπως αναφέρει η κ. Παναγιωτοπούλου, να δημιουργείται μια στρατιά σιωπηλών, άγνωστων φροντιστών οι οποίοι αισθάνονται απομονωμένοι κι εγκλωβισμένοι σε μια κατάσταση την οποία δεν διάλεξαν και δεν μπορούν να ελέγξουν. «Ορισμένοι φροντιστές έχουν έντονο το αίσθημα της ντροπής, καθώς στην κοινωνία μας υπάρχει ακόμη το στίγμα για τους ανθρώπους που πάσχουν από οποιαδήποτε μορφή αναπηρίας. Κάποιοι αισθάνονται ότι δεν έχουν πού να ακουμπήσουν, πού να στραφούν και ότι κανείς δεν τους καταλαβαίνει και γι’ αυτό επιλέγουν να απομονωθούν και να υποφέρουν σιωπηλά» σημειώνει.
Ήδη το Ελληνικό Δίκτυο Φροντιστών έχει απευθυνθεί στην ΕΛΣΤΑΤ με αίτημα την ένταξη ειδικής ερώτησης στην επόμενη απογραφή που θα αφορά το αν οι ερωτηθέντες είναι φροντιστές ατόμων με χρόνια πάθηση ή αναπηρία. «Η απάντησή τους ήταν θετική και ελπίζουμε έτσι να μπορέσουμε να έχουμε στα χέρια μας μια εικόνα για τον πραγματικό αριθμό των ατόμων που πλήττονται από αυτή την κατάσταση προκειμένου να αυξηθεί και η πίεση για την ανάληψη των κατάλληλων μέτρων υποστήριξης από την πολιτεία» εξηγεί ο πρόεδρος του δικτύου ΕΠΙΟΝΗ Σπύρος Ζορμπάς, συμπληρώνοντας: «Σε πολλές χώρες του εξωτερικού έχει γίνει αντιληπτή η σημαντική προσφορά των φροντιστών αλλά και το φορτίο που αναλαμβάνουν και γι’ αυτό λαμβάνονται ειδικά μέτρα υποστήριξής τους. Στην Αγγλία, την Ιρλανδία και τη Γαλλία, για παράδειγμα, δίνεται από το κράτος μία εβδομάδα άδεια στα άτομα που είναι επιβεβαιωμένα φροντιστές. Επίσης μπορούν να έχουν ευέλικτο ωράριο, δυνατότητα εργασίας από το σπίτι και πρόσβαση σε ειδικό επίδομα».
Η κ. Παναγιωτοπούλου διηγείται περιπτώσεις φροντιστών που απευθύνθηκαν στην ίδια προκειμένου να διαχειριστούν τις αλλαγές που έφερε στη ζωή τους ο ρόλος του φροντιστή. «Κάποια άτομα απέρριψαν σημαντικές ευκαιρίες για την επαγγελματική τους ανάπτυξη, όπως π.χ. μια υποτροφία για σπουδές στο εξωτερικό, κάποιοι άλλοι έπαθαν κατάθλιψη, ενώ σε άλλες περιπτώσεις ο φροντιστής απομακρύνθηκε τόσο από την οικογένειά του επειδή φρόντιζε τη μητέρα του ώστε τελικά χώρισε με τη γυναίκα του».
Σε κάθε περίπτωση, όπως σημειώνει, το κλειδί είναι η έξοδος από τον φαύλο κύκλο της ντροπής και της απομόνωσης και η αναζήτηση υποστήριξης και βοήθειας. «Αυτός είναι και ο στόχος του δικτύου ΕΠΙΟΝΗ, να βοηθήσουμε τους φροντιστές μέσω ενημερωτικών ημερίδων αλλά και συνεδριών ψυχολογικής υποστήριξης» καταλήγει ο κ. Ζορμπάς.
Πηγή: Documento